Τοπία λουσμένα στο φως και παραδομένα στην αιγαιοπελαγίτικη αύρα. Φιλόξενοι ντόπιοι και μια ομορφιά παρθένα, ανέγγιχτη από τους σημερινούς περισπασμούς του δυτικού κόσμου… Αυτοί ήταν μόνο κάποιοι από τους λόγους που έκαναν τον ζωγράφο Κρίστιαν Μπρέσνεφ τη δεκαετία του ‘70 να ερωτευτεί κεραυνοβόλα τη Σίφνο. Και σε αυτή να βρει όχι μόνο τη «μούσα» του, αλλά και το προσωπικό του καταφύγιο για περισσότερα από τριάντα χρόνια.
Μπορεί στους καμβάδες του να έχει αποτυπωθεί κάθε γωνιά της μεγάλης αγαπημένης του, ωστόσο ο Κρίστιαν αποφάσισε να μοιραστεί και με άλλον τρόπο όλα όσα έζησε στο κυκλαδίτικο νησί: Αφήνοντας για λίγο στην άκρη τα πινέλα και επιστρατεύοντας τις λέξεις… Και κάπως έτσι προέκυψε το βιβλίο «Το σπίτι του Ζωγράφου στη Σίφνο», το οποίο κυκλοφόρησε αρχικά στα αγγλικά, με σκίτσα και φωτογραφίες του νησιού, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Ένα μοναδικό κράμα λογοτεχνίας, ταξιδιωτικού ημερολογίου και προσωπικών αλλαγών, γραμμένο με αμεσότητα, ειλικρίνεια και χιούμορ, αλλά και μια επιστροφή -έστω και έμμεσα- στην ιστορία της Ελλάδας από τη Χούντα έως και λίγο πριν την οικονομική κρίση του 2009.
Το «έτσι απλά» συνομίλησε με τον ζωγράφο και συγγραφέα Κρίστιαν Μπρέσνεφ, για το αυτοβιογραφικό του βιβλίο, τη σχέση Φύσης και Τέχνης, αλλά και τι σημαίνει για εκείνον η έννοια «σπίτι»…
Διαβάστε τις ενδιαφέρουσες απαντήσεις του κι έπειτα δηλώστε συμμετοχή για να διεκδικήσετε ένα αντίτυπο από «Το σπίτι του Ζωγράφου στη Σίφνο» !
Πώς προέκυψε η σκέψη να γράψετε μία αυτοβιογραφία που να είναι επικεντρωμένη τόσο πολύ σε έναν τόπο και σε μία –μεγάλη μεν, αλλά πολύ συγκεκριμένη– περίοδο της ζωής σας;
Στα τέλη του ’90 φιλοξένησα στο σπίτι στη Σίφνο έναν αγαπητό φίλο, ο οποίος εργάζεται για σημαντικό εκδοτικό οίκο της Νέας Υόρκης και μετά από δύο ημέρες παραμονής, μου είπε: «Christian – πρέπει να γράψεις για τη ζωή σου εδώ σε αυτό το νησί. Είναι μοναδικό – είναι πολύ πολύ ξεχωριστό…»
Είμαι ζωγράφος και όχι συγγραφέας… Ωστόσο, ξεκίνησα να συλλέγω ημερολόγια – αρχεία και, όταν οι γονείς μου πέθαναν, βρήκα όλα τα γράμματα που τους είχα γράψει από τη Σίφνο τη δεκαετία του ’70… Ξαφνικά, διαπίστωσα ότι είχα ένα βιβλίο…
Ήξερα πως όσο διατηρούσα το σπίτι μου στη Σίφνο δεν ήμουν σε θέση να γράψω για το χωριό, για το νησί -ένιωθα σαν προδοσία. Όταν, όμως, πούλησα το σπίτι, δεν μπορούσα να σταματήσω το γράψιμο… Σα να άνοιξε η πηγή των αναμνήσεων… Και 6 χρόνια αργότερα πούλησα το βιβλίο.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, είναι εμφανής η διάθεσή σας για μια απολύτως ειλικρινή έως και εξομολογητική αφήγηση. Πόσο συνειδητά έγινε αυτό εκ μέρους σας;
Γνώριζα ότι έπρεπε να γράψω από καρδιάς. Και γνώριζα ότι ήταν ένα μη λογοτεχνικό βιβλίο –έπρεπε να είναι αληθινό. Διαφορετικά δεν θα λειτουργούσε. Αλλάξαμε μόνο σχεδόν όλα τα ονόματα.
Τι σημαίνει για εσάς «σπίτι» ως έννοια;
Στην Αμερική, το ονομάζουμε “το μέρος μου” (place) -ένα σπίτι είναι “λιγότερο μεγαλειώδες”, λιγότερο σημαντικό -μόνο 4 τοίχοι… Το “μέρος μου” είναι περισσότερο σαν ένα σπίτι… Όμως, μεγάλωσα στην Ελβετία και μόλις οι γονείς μου αγόρασαν το δικό τους “μέρος” στην εξοχή, το ονομάζαμε σπίτι…
Θεωρώ, λοιπόν, το σπίτι σαν «καταφύγιο – άσυλο – φωλιά – σπιτικό».
«Μόλις διάβασα Το Σπίτι του Ζωγράφου στη Σίφνο, μου ήρθε να τα παρατήσω όλα και να πάω σε αυτό το βραχώδες νησί του Αιγαίου», έγραψε ο Steven Kurutz στους New York Times. Το βιβλίο σαφώς λειτουργεί σαν διαφήμιση για το νησί της Σίφνου. Ήταν προμελετημένο αυτό; Θέλατε εξαρχής το βιβλίο σας να εξυμνεί τον τόπο αυτό και τις ομορφιές του, σαν κάλεσμα για να το γνωρίσουν και να το επισκεφθούν κι άλλοι;
Όχι -σίγουρα όχι. Όμως η αγάπη μου για το νησί ακτινοβολεί με έναν ειλικρινή και αληθινό τρόπο -πώς δεν θα μπορούσε, εφόσον υπήρξα ερωτευμένος με τη Σίφνο! Αλλά είναι μια γλυκόπικρη ιστορία -πουλάω το σπίτι και φεύγω… Η μόνη μου συνειδητή προσπάθεια ήταν να μην έχει λυπηρό τέλος. Ήθελα ένα όμορφο, αισιόδοξο συναίσθημα… Δεν ήθελα το νησί και οι άνθρωποί του να νοιώθουν ένοχοι που έφυγα -ήταν δικό μου πρόβλημα, δεν είχε να κάνει μαζί τους. Ζούσαν απλά τις ζωές τους… Και νομίζω –ελπίζω– το πέτυχα…
Η σύγκριση παρελθόντος και παρόντος είναι επαναλαμβανόμενη (το σημειώνετε κι εσείς ο ίδιος σε κάποιο σημείο του βιβλίου). Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί περισσότερο στη Σίφνο, αλλά και γενικά στην Ελλάδα του σήμερα σε σχέση με το παρελθόν; Και τι αυτό που σας αρέσει;
Ξανά, το παρελθόν και το παρόν ήταν περισσότερο δικό μου πρόβλημα παρά της Σίφνου. Η Σίφνος απλά εξελίχθηκε –ήρθαν περισσότερα χρήματα, περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερα «πράγματα», υπήρξε πρόοδος, πώς θα μπορούσε να μη συμβεί; Μπορεί να μην ήρθαν όλα αρκετά σύντομα για τη Σίφνο και την Ελλάδα –θεωρώ ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν το κρίσιμο σημείο. Όμως έτσι είναι η ζωή.
Όταν ήμουν 21 και έφτασα στη Σίφνο, ζούσα στην Ελβετία και το Λονδίνο, αρκετά πιο κοντά από τη Νέα Υόρκη. Μεγάλωσα, και τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η μεγαλύτερη γενιά της Σίφνου άρχιζε να πεθαίνει. Οι αγαπητοί μου γείτονες, τους οποίους πραγματικά αγάπησα, όλοι “έφυγαν” και η καινούργια γενιά ήταν λιγότερο ενδιαφέρουσα σε μένα -λιγότερο συνδεδεμένοι με το μέρος- δεν είχαν αυτό το «εσωτερικό φως», αυτήν την «εσωτερική λάμψη». Ο σύντροφός μου δεν επέστρεψε μαζί μου, αφού στις αρχές του ’90 αποκτήσαμε ένα μέρος στο Κονέκτικατ με κήπο και στούντιο κ.λπ. Αλλά για μένα το κυριότερο θέμα ήταν η δουλειά μου. Όχι η αλλαγή στο νησί και η πρόοδος. Σταμάτησα να ζωγραφίζω πλέον εκεί. Σα να στέρεψε η πηγή κι αυτό με έκανε να αποφασίσω να πουλήσω το σπίτι. Δεν υπήρξε ποτέ μέρος διακοπών για μένα. Ήταν ένα στούντιο. Ένα μέρος εργασίας.
Η σχέση με τη Φύση είναι σαφές ότι έπαιξε σπουδαίο ρόλο για εσάς και τη δουλειά σας. Θεωρείτε γενικότερα ότι είναι καθοριστική για κάθε καλλιτέχνη;
Ρίχνοντας μια ματιά στον σημερινό κόσμο της Τέχνης (μια ιδιαίτερα λυπηρή εικόνα κυρίως), παρατηρώ ότι λίγη από αυτήν έχει κάποια σύνδεση με τη Φύση. Θεωρείται «παλιομοδίτικο» θέμα. Σήμερα καθοριστικό ρόλο παίζουν μόνο οι «ιδέες»… να αποτυπώνεις τη φύση ή μορφές από τη φύση (Mondrian/Kandinsky κ.λπ.) είναι πλέον σπάνιο. Θεωρούμαι «outsider» από τον κόσμο της Τέχνης. Εύχομαι περισσότεροι καλλιτέχνες να ασπάζονταν τη Φύση.
Έχετε ζήσει σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό που κρατάτε μέσα σας για καθένα από αυτά τα μέρη; Με τι σας πριμοδότησαν οι διαφορετικοί τόποι;
Η Ελβετία υπήρξε ένα υπέροχα υγιές και ασφαλές μέρος για να μεγαλώσει κάποιος. Τα καλύτερα σχολεία, φανταστική μουσική και μουσεία έβρισκε κανείς στη Βασιλεία, την πόλη καταγωγής μου. Έτσι ωφελήθηκα εξαιρετικά από αυτήν την εκπαίδευση και από την παρότρυνση των γονιών μου (και οι δύο ακαδημαϊκοί) για κλασική μουσική, πινακοθήκες, τέχνη, μουσεία. Στα 20 έλαβα υποτροφία για την Αμερική και αυτό υπήρξε μεγάλη αλλαγή ζωής: η ζωή ήταν ξαφνικά ελεύθερη -ήμουν ελεύθερος να επιλέξω και να κάνω ό,τι επέλεγα. Η ζωή στην Ελβετία ήταν ακόμα λίγο περιοριστική. Σχολεία μόνο αρρένων κ.λπ. Ξαφνικά ζούσα τη ζωή ΜΟΥ… και ήταν μια θαυμάσια χρονιά!
Το 1972 έγινα δεκτός στη σχολή ζωγραφικής του Royal College of Art στο Λονδίνο και αυτό ήταν μεγάλη επιτυχία για μένα (και επιβεβαίωση της ακαδημαϊκής μου κλάσης, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για τους γονείς μου -και για μένα). Μένοντας σε μια μεγάλη μητροπολιτική πόλη για πρώτη φορ, ήταν διασκεδαστικό. Ήμουν νέος, ευπαρουσίαστος και παρακολουθούσα μαθήματα σε μια από τις καλύτερες σχολές Τέχνης στον κόσμο, πολλές πόρτες άνοιξαν για μένα. Εργάστηκα σκληρά σε αυτό. Δεν ήταν κάτι που μου έτυχε ξαφνικά. Γνώριζα, όμως, ότι ήταν δύσκολο να κερδίσω τα προς το ζην στην Αγγλία του ’70 (ήταν πολύ φτωχά) και η Νέα Υόρκη με «καλούσε», έτσι το 1977 γνώρισα τον σύντροφο ζωής μου εκεί και δεν έφυγα ποτέ ξανά. Η Νέα Υόρκη εξέφραζε ελευθερία, ήταν κοινωνικά εξαιρετικά ανάμεικτη (το Studio 54 είναι παράδειγμα αυτού). Και εκείνες τις μέρες -και ακόμα σήμερα- ήταν το κέντρο του κόσμου της Τέχνης. Εκεί άνηκα. Έγινα υπήκοος των ΗΠΑ το 1993.
Αν συναντούσατε, για παράδειγμα, στο Μετρό κάποιον που να διαβάζει το βιβλίο σας, πώς θα αντιδρούσατε; Θα μπαίνατε στον πειρασμό να μιλήσετε μαζί του, να ζητήσετε τη γνώμη του;
Ναι, έτσι νομίζω. Έλαβα αρκετά γράμματα και e-mails από εντελώς αγνώστους μόλις εκδόθηκε το βιβλίο. Είναι διασκεδαστικό να παρακολουθείς τις αντιδράσεις των άλλων για τη δουλειά σου. Εν τέλει ξόδεψα 6 χρόνια μπρος και πίσω σε αυτό το βιβλίο. Και πρόκειται για ένα αρκετά προσωπικό βιβλίο.
Τι θέλετε να συγκρατήσει ένας αναγνώστης από το «Σπίτι του Ζωγράφου στη Σίφνο»;
Μια αίσθηση ελευθερίας. Ότι όλα είναι πιθανά -ακόμα και να σου ανήκει ένα σπίτι σε ένα ελληνικό νησί. Σίγουρα θέλω οι αναγνώστες να ερωτευτούν έστω και λίγο το νησί (κι αυτό τους συμβαίνει…).
Θεωρείτε ότι αυτό το βιβλίο βοηθά κάποιον να κατανοήσει περισσότερο τα έργα ζωγραφικής σας; Είναι αυτό επιδίωξή σας;
Όχι, δεν θεωρώ ότι γράφοντας το βιβλίο αναρωτήθηκα πώς θα αντιληφθούν τη δουλειά μου αυτοί που θα το διαβάσουν. Η ζωγραφική μου είναι η ζωγραφική μου και αυτό το βιβλίο είναι το βιβλίο μου. Δύο αρκετά διαφορετικές φωνές έκφρασης. Κάθε αναγνώστης μπορεί να μεταφράσει τα σχέδια στο βιβλίο μου με διαφορετικούς τρόπους. Αλλά παρατηρώντας την Τέχνη, πάντα συμβαίνει αυτό.
Τι είναι αυτό που κάνει δύο ζωγράφους να απεικονίζουν το ίδιο τοπίο ή πρόσωπο εντελώς διαφορετικά;
Κανένας άνθρωπος δεν είναι ίδιος με τον άλλο. Είμαστε όλοι εντελώς διαφορετικοί. Και με τους ζωγράφους είναι ακριβώς το ίδιο. Ο καθένας έχει τη δική του οπτική, τα δικά του μάτια, νου και ένστικτο για το πώς θα αναπτύξει μια μορφή ή ένα χρώμα. Υπάρχει ένα μυστήριο και μια μαγεία εκεί.
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου γράφετε: «Όλοι έχουμε πολλές ζωές ή τουλάχιστον τη δυνατότητα για πολλές ζωές». Ποια είναι η δική σας γεύση από τη «ζωή στη Σίφνο» και ποια «άλλη ζωή» ονειρεύεστε από εδώ και πέρα;
Η Σίφνος με δίδαξε τόσα πολλά. Δεν υπάρχει κάποια αμφιβολία για αυτό. Είχα την ευκαιρία να μεγαλώσω σιγά σιγά, να βρω τον εαυτό μου και τους δικούς μου ρυθμούς, να ακούσω τη δική μου φωνή. Ένιωσα προστατευμένος στη Σίφνο από τους δαίμονές μου (όλοι έχουμε τους δαίμονές μας), η Σίφνος αποτέλεσε τη μούσα μου -μια γιγαντιαία μητέρα γη να με κρατά σφιχτά. Και ήταν τόσο δημιουργικό. Για περίπου 30 χρόνια δημιούργησα αρκετή τέχνη στο μέρος αυτό. Εργάστηκα σαν τρελός εκεί. Όπως ανέφερα, δεν ήταν μέρος διακοπών για μένα.
Τώρα στα 66 μου, αυτό που θέλω είναι να περνώ περισσότερο χρόνο με τον σύζυγό μου Τim Lovejoy -με τον οποίο κλείνουμε 40 χρόνια μαζί και ο οποίος με βοήθησε να γράψω αυτό το βιβλίο (χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσα να το έχω κάνει)- και το Σκωτσέζικο τεριέρ μου τη Ζούλου, ακούγοντας υπέροχη κλασική μουσική και διαβάζοντας πάρα πολλά βιβλία. Ακόμα ζωγραφίζω, αλλά η ανάγκη να βρεθώ στο στούντιο δεν είναι η ίδια πλέον για μένα. Έχει κοπεί η ταχύτητα. Κι αυτό δεν πειράζει…
«Το Σπίτι του Ζωγράφου στη Σίφνο» ήδη διαγράφει μία εξαιρετική πορεία και έχει αποσπάσει πολύ όμορφες κριτικές. Σκέφτεστε να γράψετε κάτι καινούργιο, οραματίζεστε ένα επόμενο συγγραφικό «παιδί»;
Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι αρκετά δύσκολη δουλειά. Ο εκδότης μου εδώ στη Νέα Υόρκη επιθυμεί να γράψω άλλο ένα βιβλίο και ποιος ξέρει… Ποτέ μη λες ποτέ. Το βιβλίο που πραγματικά θα ήθελα να γράψω αφορά τη Ρωσίδα γιαγιά μου, πριν και μετά την επανάσταση. Αλλά αυτό προϋποθέτει εκτεταμένη έρευνα στη Ρωσία και δεν μιλάω Ρώσικα. Επιπλέον μου είναι λίγο δύσκολο να βρεθώ εκεί σε αυτήν τη φάση… Αλλά αυτό το βιβλίο είναι «στο μυαλό μου» και ίσως θα έπρεπε να γραφτεί σαν μυθιστόρημα.
Με δεδομένο ότι η φιλοσοφία του «έτσι απλά» συνοψίζεται στην εναλλακτική, δημιουργική και όσο γίνεται φυσική ματιά απέναντι στα πράγματα, πόσο «έτσι απλά» θα λέγατε ότι ζείτε;
Θυμάμαι κάποια χρόνια πριν να επισκέπτομαι ένα μικρό ιδιωτικό νησί στο Μέϊν. Στην προβλήτα είχαν δέσει πολλά, αρκετά ακριβά πλοία και μόλις σχολίασα στον (αρκετά εύπορο) ιδιοκτήτη του νησιού και του όλου μέρους πόσο θαυμάσιο θα είναι να ζει μια τόσο «απλή» ζωή, γύρισε και μου είπε: «Χρειάζεται αρκετά χρήματα για να ζεις τόσο απλά…». Η μεγαλύτερη πολυτέλεια στη ζωή σήμερα, όσον αφορά εμένα, είναι η ιδιωτικότητα. Και η ιδιωτικότητα απαιτεί χρήματα. Μόλις αποκτάς κάποιο συγκεκριμένο ποσοστό ιδιωτικότητας, ζεις «απλά». Αλλά μπορούμε να προσπαθήσουμε να ζούμε απλά με πολύ λίγα μέσα. Όταν θυμάμαι το παλιό μου σπίτι στη Σίφνο -ή το σπίτι στην Καραϊβική το οποίο νοικιάζω- αυτά είναι πολύ «απλά μέρη» -όμως σίγουρα αποτελούν μεγάλη πολυτέλεια, επειδή παρέχουν αρκετή ησυχία…
Δεν έχουμε ανάγκη όλα αυτά τα «υλικά» που θεωρούμε ότι χρειαζόμαστε. Δεν είμαι αγοραστής. Μισώ τα ψώνια και φοράω παλιά ρούχα, οδηγώ παλιό αυτοκίνητο, η διακόσμηση στο μπάνιο μου είναι παλιομοδίτικη κ.λπ. Όλα αυτά δεν είναι σημαντικά για μένα. Λατρεύω να αγοράζω έργα Τέχνης εφόσον έχω κάποια χρήματα… Αλλά αυτό σημαίνει ότι ζω «απλά»; Δεν νομίζω…
Και μια «καλοκαιρινή» ευχή για τους φίλους του «έτσι απλά»;
Αγκαλιάστε τη ζωή και μη ζητάτε πάντα για «περισσότερα, μην σκέφτεστε το αύριο -ζήστε την ημέρα! Καλό καλοκαίρι!
Βιογραφικό
Ο Κρίστιαν Μπρέσνεφ γεννήθηκε στο Βελγικό Κονγκό το 1950 και σπούδασε στην Ελβετία και την Αμερική. Πήρε το master του το 1975 από τo Royal College of Art του Λονδίνου. Έχει κάνει εκθέσεις σε πολλές χώρες της Ευρώπης αλλά και των ΗΠΑ, ενώ έργα του βρίσκονται μεταξύ άλλων στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και την Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας. Είναι κάτοχος πολλών βραβείων, ενώ εκτός από το συγκεκριμένο, έχει γράψει επίσης και το Homage: Encounters with the East, ένα βιβλίο με ταξιδιωτικά σχέδια (έκδοση του 2007). Σήμερα ζει και εργάζεται στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ. Μπορείτε να επισκεφτείτε τη σελίδα του www.christianbrechneff.com
Για να διεκδικήσετε ένα αντίτυπο του βιβλίου «Το σπίτι του Ζωγράφου στη Σίφνο» (εκδόσεις Τσιγαρίδα), στείλτε email στο info@etsiapla.gr έως και τις 7 Ιουλίου, με τον τίτλο ΣΙΦΝΟΣ και τα στοιχεία σας (ον/μο, διεύθυνση, τηλέφωνο επικοινωνίας).
Ο νικητής θα προκύψει μετά από κλήρωση.